- οἰκόνομοι
- οἰκόνομοςone who manages a householdmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκονόμοι — οἰκονόμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… … Православная энциклопедия
VICEDOMINUS — nomen olim praefecti provinciae: quos Aluredus Angliae Rex dein in duo officia, videl. in Iudices seu Iustitiarios et Vicecomites divisit, Ingulphus, p. 870. De Vicedominatn Gregor. l. 5. c. 38. col. 1640 Quicumque, inquit, Vicedominatum, vel… … Hofmann J. Lexicon universale
δοτήρ — και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM) ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός ο θεός) αρχ. α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» βέλη που έφερναν… … Dictionary of Greek
μαγεύς — μαγεύς( έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α) 1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής 2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες τὰ ἄλφιτα μάττοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ … Dictionary of Greek
πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας … Dictionary of Greek
ДОМОСТРОИТЕЛЬСТВО — [греч. οἰκονομία заведование домашним хозяйством], христ. богословский термин, указывающий на предвечный Божественный план, в соответствии с к рым Бог творит мир, промышляет о нем и ведет его к конечной благой цели. Понятие «Д.» является одним из … Православная энциклопедия